ἐναγγειόσπερμα

ἐναγγειόσπερμα
ἐναγγειόσπερμος
having the seed in a capsule
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εναγγειόσπερμος — και ενανγειοσπέρματος (Α ἐναγγειόσπερμος, ον και ἐναγγειοσπέρματος, ον) φυτό που έχει τα σπέρματά του μέσα σε κοιλότητα όμοια με αγγείο νεοελλ. (φυτολ.) «εναγγειόσπερμα ή αγγειόσπερμα φυτά» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”